- κοσμήτειρα
- κοσμ-ήτειρα, ἡ, fem. of -ητήρ, Orph.H.10.8.II κ. τῆς Ἀρτέμιδος, title of a female magistrate at Ephesus, SIG1228 (Ephesus, iii A. D.), CIG2823.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοσμήτειρα — κοσμήτειρα, ἡ (Α) βλ. κοσμητήρ … Dictionary of Greek
κοσμήτειρα — a female magistrate fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμητήρ — κοσμητήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. κοσμήτειρα (Α) [κοσμώ] 1. αυτός που διευθύνει, αρχηγός 2. (στον Ίτανο) τίτλος επώνυμου άρχοντα 3. φρ. «κοσμήτειρα τῆς Ἀρτέμιδος» τίτλος γυναίκας αξιωματούχου στην Έφεσο … Dictionary of Greek